«Δημήτρη, εδώ σε παρακαλώ! Εδώ!», φωνάζει επιτακτικά, αλλά βαριεστημένα η κυρία δίπλα μου. Ο Δημήτρης δε συγκινείται. Έχει βάλει στο
μάτι το βιβλίο με τα χρώματα στο τρίτο ράφι στο βάθος και προσπαθεί να το φτάσει. Η κυρία ξεφυλλίζει τεύχη με συνταγές μαγειρικής στην άλλη άκρη του βιβλιοπωλείου.




«Δημήτρη μη! Θα τα ρίξεις όλα κάτω! Θα χτυπήσεις.»
Κοιτάζω το παιδί. Φαίνεται να είναι σχεδόν τεσσάρων ετών, αναλόγων διαστάσεων –εξ ου και ο αγώνας για το «Παίζω με το Ουράνιο Τόξο». Με μια έκφραση απόλυτης συγκέντρωσης, τεντώνεται για να ακουμπήσει το ράφι, αγνοώντας, φαινομενικά, τον κόσμο γύρω του. Το κεφάλι του γέρνει ελαφρώς προς τα πίσω και το κόκκινο καπέλο του πέφτει στο χαλί. Δε δίνει σημασία.
Η κυρία χάνει την υπομονή της, με γρήγορα βήματα πλησιάζει το γιο της και αρχίζει να τον τραβάει απ’ το χέρι. Σκύβει με εμφανή εκνευρισμό να μαζέψει το πεσμένο καπέλο.
«Θέλω το βιβλίοοο!», διαμαρτύρεται ο μικρός.
«Θα το πάρουμε αύριο το βιβλίο. Έλα, μας περιμένει ο μπαμπάς.»
Με την άκρη του ματιού μου, τους παρακολουθώ όσο πλησιάζουν τις σκάλες που οδηγούν στο ισόγειο. Η κυρία δείχνει αναψοκοκκινισμένη, έχει τα μάτια της καρφωμένα στο γιο της, ο οποίος κρατάει σφιχτά την κουπαστή και κατεβαίνει ένα- ένα τα σκαλιά.
«Απ’ το χέρι κράτα με. Εδώ. Μην τρέχεις. Θα πέσεις!»
Αμφιβάλλω αν το πήραν «αύριο» το βιβλίο, ή αν το απέκτησε ποτέ ο Δημήτρης. Μάλλον το ξέχασε μετά από δυο –τρεις μέρες. Πιθανότατα ζήτησε κάτι άλλο το επόμενο δεκάλεπτο, εις μάτην πάλι.
Όσο μεγαλώνουμε, αλλάζουν πολλά πράγματα. Στη σωματική δυνατότητα, στη διανοητική επιδεξιότητα, στις συναισθηματικές εκδηλώσεις.
Πόσες φορές έχουμε τραυματιστεί στο παιχνίδι, όταν ήμαστε μικροί; Πόσες φορές έχουμε χάσει στο κρυφτό, στο κυνηγητό, στις κάρτες; Πάρα πολλές. Κι αυτές τις αναμνήσεις δεν τις ανακαλούμε με πικρία.
Ήταν τα καλύτερά μας χρόνια. Τα πιο ανέμελα, τα πιο ξεκούραστα, τα πιο αυθόρμητα. Με το πέρασμα των χρόνων όμως, είχαμε όλο και σπανιότερα γδαρμένα γόνατα, λεκέδες από γρασίδι στο παντελόνι. Κι όχι επειδή σταματήσαμε να τρέχουμε. Αλλά επειδή τώρα ξέρουμε πού να πατήσουμε. Κι αυτό δεν το μάθαμε σε καμία σχολική αίθουσα, κι από κανέναν κηδεμόνα.
Μεγαλώσαμε, ωριμάσαμε κι αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε τη δική μας εμπειρία για να αποφασίσουμε την επόμενή μας κίνηση. Κι αυτές οι αποφάσεις μπορεί να μη μας βγήκαν πάντα σε καλό, όμως ήταν οι δικές μας αποφάσεις. Οι δικές μας επιτυχίες, τα δικά μας λάθη, η δική μας ζωή. Και δεν υπάρχει κανένας εκτός απ’ τη συνείδησή μας να μας κρίνει γι αυτά. Να υπενθυμίζει πριν αποκοιμηθούμε: «έχεις ευθύνη».
Παρόλα αυτά, εξακολουθούμε να κοιτάζουμε μανιωδώς κάτω, όταν περπατάμε. Ακόμα ζούμε με το φόβο και το άγχος του στραβοπατήματος, και στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτά τα συναισθήματα έχουν ενταθεί με τον καιρό. Μας περιορίζουν, μας αποτρέπουν απ’ το να κάνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε. Όπως έκανε και κάποιος «μεγάλος» όταν ήμαστε παιδιά, μας προειδοποιούν ότι μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε, και πρέπει να προσέχουμε. Τελικά, ο χρόνος χάνεται και η ζωή μας φεύγει χωρίς να καταλάβουμε πότε τελείωσε το σχολείο, πότε βρήκαμε δουλειά (λέμε τώρα), πότε πήραμε σύνταξη (εδώ γελάμε).
«Δε μπορείς να το φτάσεις αυτό», «δε θα αποκτήσεις ποτέ εκείνο». Και μετά παραπονούμαστε ότι έχουμε χάσει το παιδί που κρύβαμε μέσα μας κι έχουμε γίνει βαρετοί. Κι αυτό μας κάνει να βουλιάξουμε παραπάνω στο σκοτάδι.
Η ζωή είναι πολύ μικρή για να αφήνουμε να μας «τρώνε» τα νεύρα κι η αβεβαιότητα. Ως ένα σημείο εξαρτόμαστε από την οικογένειά μας, και από μια ηλικία και ύστερα, γινόμαστε αδύναμοι και χρειαζόμαστε πάλι βοήθεια. Ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας για να πράξουμε με πλήρη συνείδηση και ελευθερία είναι πολύ λίγος για να τον σπαταλάμε αγωνιώντας.
Θα πας, εκεί που κοιτάς. Πεισμώστε σαν παιδί, πιστέψτε στον εαυτό σας και κοιτάξτε ψηλά.

Γράφει η Άννα Μωυσιάδη Post YOUR Life